- μπατσίζω
- (Μ μπατσίζω) [μπάτσος]δίνω μπάτσους, χαστουκίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπατσίζω — μπατσίζω, μπάτσισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μπατσίζω — μπάτσισα, μπατσίστηκα, μπατσισμένος, χαστουκίζω, σκαμπιλίζω: Μια φορά με μπάτσισε ο πατέρας μου γιατί του είχα πει ψέματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοσσίζω — (I) βλ. κοσίζω. (II) κοσσίζω (Α) [κόσσος] ραπίζω, κολαφίζω, μπατσίζω … Dictionary of Greek
μπάτσισμα — το [μπατσίζω] χαστούκισμα … Dictionary of Greek
μπατσιά — η [μπάτσος] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπατσίζω («τ όνομά μου; θέλεις να σ τό χτυπήσω στη μούρη και να στράψει στο μάγουλό σου σαν μπατσιά;», Ψυχάρ.) … Dictionary of Greek
ραπίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, χτυπώ στο πρόσωπο με την παλάμη, μπατσίζω: Άνθρωπος που άλλοτε δεν τολμούσε να τον κοιτάξει, τώρα τον ζύγωσε και τον ράπισε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκαμπιλίζω — ισα, μπατσίζω, χαστουκίζω: Μετάνιωσε που σκαμπίλισε το μαθητή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)